σταράτος

σταράτος
και σιταράτος, -η, -ο Ν, [σιτάρι/ στάρι]
1. αυτός τού οποίου το δέρμα έχει το χρώμα τού σταριού, ο ανοιχτός μελαχρινός
2. (για ψωμί) σταρένιος
3. μτφ. (για λόγους) σαφής, ξεκάθαρος («λόγια σταράτα»).
επίρρ...
σταράτα
ξεκάθαρα, με σαφήνεια, χωρίς περιστροφές («μίλα του σταράτα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σταράτος — η, ο επίρρ. α 1. σιταρόχρωμος, καστανός. 2. «σταράτα λόγια», σαφή και ειλικρινή. 3. το επίρρ. σταράτα ολοκάθαρα, καθαρά και ξάστερα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιταράτος — η, ο, Ν βλ. σταράτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”